μοσχοβολώ

μοσχοβολώ
-έω και μοσκοβολώ, -άω [μοσχοβόλος]
αναδίδω ευχάριστη μυρωδιά, μοσχομυρίζω, ευωδιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευωδιάζω — (ΑΜ εὐωδιάζω) [ευωδία] 1. αναδίδω ευωδιά, μυρίζω όμορφα, μοσχοβολώ 2. (μτβ.) προσδίδω ευωδιά σε κάποιον ή σε κάτι, τόν κάνω να μοσχοβολά («γαλάζια πεταλούδα που ευώδιασε τον ύπνο της», Σολωμ.) αρχ. παθ. εὐωδιάζομαι μοσχοβολώ …   Dictionary of Greek

  • μοσχοβόλημα — και μοσκοβόλημα, το [μοσχοβολῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μοσχοβολώ, ευωδιαστή μυρωδιά, μεθυστικό άρωμα, ευωδιά («από σε τα γιασεμιά θα τό πήρανε το μοσκοβόλημά τους», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • αναποδοβολώ — ( άω και έω) στρέφω κάτι ανάποδα, αναποδογυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάποδα + βολώ < βόλος < βάλλω (πρβλ. γεννοβολώ, μοσχοβολώ, φεγγοβολώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ανθομυρίζω — ευωδιάζω, μοσχοβολώ …   Dictionary of Greek

  • ευωδίζω — (Μ εὐωδίζω, Α ως αποθ. εὐωδίζομαι) [ευώδης] νεοελλ. δίνω σε κάτι ευωδιά, τού χαρίζω μυρωδιά, τό κάνω να μοσχοβολά, τό αρωματίζω μσν. μοσχοβολώ, αναδίδω ευωδία αρχ. ευωδίζομαι αισθάνομαι ευωδία, νιώθω μυρωδιά …   Dictionary of Greek

  • ευωδώ — άω (ΑΜ εὐωδῶ, έω) [ευώδης] ευωδιάζω, είμαι ευώδης, μοσχοβολώ, μοσχομυρίζω («σαν περιβόλι ευώδησε», Σολωμ.) …   Dictionary of Greek

  • ιδρώνω — (ΑΜ ἱδρῶ, όω, Μ και ἱδρώνω, Α και ἱδρώω) [ιδρώς] εκκρίνω ιδρώτα νεοελλ. 1. κοπιάζω, μοχθώ («ιδρώνει να βγάλει το ψωμί του») 2. (για φυτά ή και πράγματα) εκβάλλω από τους πόρους μου σταγονίδια υγρού («ίδρωσε ο τοίχος») 3. κάνω κάποιον να ιδρώσει 4 …   Dictionary of Greek

  • μοσκοβολώ — και, άω βλ. μοσχοβολώ …   Dictionary of Greek

  • μοσχοβολιά — και μοσκοβολιά και μοσκοβόλια, η [μοσχοβολώ] το μοσχοβόλημα, μεθυστικό άρωμα («που τη σταχτή μοσχοβολιά ρουφούνε και το μύρο», Γρυπ.) …   Dictionary of Greek

  • μοσχομυρίζω — και μοσκομυρίζω (Μ μοσχομυρίζω και μουσκομυρίζω) 1. αναδίδω μυρωδιά μόσχου, ευωδιάζω, μοσχοβολώ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μοσχομυρισμένος και μοσκομυρισμένος, η, ο ευωδιαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + μυρίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”